- διφωνία
- ηη εκτέλεση ενός τραγουδιού με δύο φωνές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διφωνία — η 1. η ιδιότητα τού δίφωνου* 2. μουσ. η εκτέλεση τραγουδιού με δύο φωνές, διωδία, ντουέτο … Dictionary of Greek
ντουέτο — το άκλ. 1. τραγούδι για δύο φωνές, διωδία, διφωνία 2. σύνολο από δύο άτομα που τραγουδούν ή εκτελούν μαζί μια μουσική σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duetto «διωδία» < ιταλ. duo < λατ. duo «δύο»] … Dictionary of Greek
ντουέτο — το (λ. ιταλ.), διωδία, διφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)